Ευρετήριο Άρθρου

 

Ας εξετάσουμε όμως σύντομα τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο πολυφορεμένος όρος ?έντεχνο λαϊκό τραγούδι? που επινόησαν, εν πολοίς, οι δισκογραφικές εταιρείες και που οδήγησε σε ένα πλήθος παρανοήσεων, αφελειών και αισθητικών καταχρήσεων. Πρώτα απ? όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως ο όρος ?έντεχνη μουσική? αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να διαφοροποιήσει τη γραμμένη μουσική από τη μουσική της προφορικής παράδοσης. Στην πορεία του χρόνου η λέξη άρχισε να παραπέμπει και σε κάποια ιδιαίτερη μορφή πολιτιστικής τρομοκρατίας που αποβλέπει στον αποκλεισμό των μη-μυημένων από τα υποτιθέμενα άδυτα της ?σοβαρής? μουσικής, μιας άλλης εξ ίσου φορτισμένης λέξης. Τα πράγματα όμως απλοποιούνται αν σκεφτούμε πως η έννοια του ?εντέχνου? στη μουσική περιγράφει απλώς την ιδιαίτερη εκείνη μέριμνα και φροντίδα που αποσκοπεί στην καλλίτερη δυνατή αξιοποίηση των εκφραστικώντηςμέσων.Μεάλλαλόγια περιγράφει την έννοια της μαστοριάς.

Υπ? αυτή την διευρυμένη έννοιατου καλοφτιαγμένου, ?έντεχνη? μπορεί να είναι κι παραδοσιακή μουσική εφόσον διασφαλίζεται το ?ήθος? ? με την αρχαιοελληνική έννοια του ?σωστού και αρμόζοντος τρόπου? ? που απαιτούν οι διάφορες μορφές της. Υπάρχει όμως και μια ακόμα παράμετρος που συνοδεύει την έννοια του ?εντέχνου? κι αυτή είναι η παράμετρος της αποτελεσματικότητας στην επικοινωνία. Όπως δηλαδή μια καλλίτερη γνώση της γλώσσας επιτρέπει πιο πυκνές και πιο καλές φραστικές διατυπώσεις που βοηθούν ώστε να γίνουν κατανοητά τα επιχειρήματα σου, έτσι και μια καλλίτερη χρήση των εκφραστικών μέσων της μουσικής επιτρέπει να έχεις μια μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σ? αυτό που θέλεις να μεταδοθεί στον ακροατή. Τούτο δεν αντιστρατεύεται διόλου τη σημασία του αυθορμητισμού και της ειλικρίνειας. Το να μιλάς σωστά δεν σημαίνει πως είσαι αναγκαστικά επιτηδευμένος και ψεύτικος. Και για να το πούμε αντίστροφα: Κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο, πως πρέπει δηλαδή να μιλάει κανείς πρόχειρα και άτσαλα προκειμένου να μεταδοθεί στον άλλο κάποιες έννοιες και κάποια συναισθήματα με ?αυθόρμητο? τρόπο. Είναι πολλές οι φορές όπου κάποιος δεν μπορεί να εκφράσει αυτά που θέλει να πει ακριβώς επειδή του λείπουν τα κατάλληλα εκφραστικά εργαλεία, επειδή στερείται από κάποιες τεχνικές που είναι π.χ. η γραμματική και το συντακτικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική. Η μουσική, όπως και η γλώσσα, είναι κι αυτή ένας κώδικας και απαιτείται να τον γνωρίζεις και να τον χρησιμοποιείς σωστά προκειμένου να επικοινωνήσεις με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αυτή είναι, τουλάχιστον για μένα, η σημασία του όρου ?έντεχνο?. Όλα τα αλλά είναι παρανοήσεις και ιδεολογήματα που έχουν κατασκευαστεί στα διάφορα ωδεία. Ό,τι είναι καλοφτιαγμένο είναι ?έντεχνο?, ό,τι είναι κακοφτιαγμένο είναι απλούστατα ?άτεχνο?, είτε πρόκειται για ένα συμφωνικό έργο που διαρκεί μια ώρα, ή για ένα τρίλεπτο τραγούδι.

Ένα δεύτερο ενδιαφέρον ερώτημα που σπανίως τίθεται είναι, τι σημαίνει άραγε ?τραγούδι?. Μπορεί οτιδήποτε τραγουδιέται να χαρακτηριστεί ως τραγούδι; Φυσικά, με την στενά γραμματολογική σημασία του όρου, τραγούδια έγραψε κι ο Χρήστου πάνω σε στίχους του Έλιοτ, τραγούδια έγραφε κι ο Μητρόπουλος όταν μελοποιούσε σε 12φθογγικο ιδίωμα τα ποιήματα του Καβάφη, σε τραγούδια βασίστηκε και το ?Erwartung? του Schoenberg. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται και ιστορικά, ο κοινός νους αξιώνει από το τραγούδι να εκπληρώνει μια ιδιαίτερη αντιληπτική προϋπόθεση που είναι η αναγνωσιμότητα της μελωδίας. Χωρίς να θέλω να σας κουράσω θα σας πω ότι τούτη η αντιληπτική προϋπόθεση δεν έχει να κάνει με αισθητικές προτιμήσεις αλλά ερμηνεύεται σε νευρολογικό επίπεδο από τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου, καθώς αυτός συσχετίζει τα επί μέρους μουσικά ερεθίσματα και αναγνωρίζει μορφολογικές ενότητες -αυτό που η ψυχολογία της αντίληψης χαρακτηρίζει ως Gestalt. Όταν ξεπεραστεί ένας βαθμός πολυπλοκότητας των συσχετισμών που μπορεί να διαχειριστεί η ?βραχύχρονη μνήμη? τότε καταρρέει η αίσθηση της μορφής. Για να μπορεί να λειτουργήσει κάτι ως τραγούδι λοιπόν πρέπει η δομή και η μορφή του να μην ξεπερνάνε ένα ορισμένο βαθμό πολυπλοκότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μορφή του τραγουδιού έχει κάποιες αναλογίες με τη μορφή του διηγήματος η οποία, σε αντίθεση με τις μορφές της νουβέλας ή του μυθιστορήματος, απαιτεί μια συμπύκνωση των νοημάτων και της δομής. Είναι βέβαια προφανές και θεμιτό : η συμβολική πολυπλοκότητα της ποίησης να ακολουθείται από μια ανάλογη πολυπλοκότητα της μουσικής. Όταν όμως ξεπεραστούν κάποια αντιληπτικά όρια τότε χάνεται η λειτουργία του εύληπτου τραγουδιού και οδηγούμαστε πλέον σε μορφές μιας έντεχνης μεν ?δηλαδή καλοφτιαγμένης- μουσικής δημιουργίας, που απαιτούν όμως μια διαφορετική προσέγγιση από τον ακροατή. Οι ιδιαίτερα σύνθετες μουσικές μορφές που παρακολουθούν μεν τα νοήματα του στίχου αλλά καταστρατηγούν κάποιες αντιληπτικές προϋποθέσεις δεν μπορούν πλέον να εκληφθούν ως τραγούδι αλλά ως μορφές φωνητικής μουσικής. Η έννοια ?τραγούδι? συνδέεσαι επίσης, τόσο ιστορικά όσο και εμπειρικά από κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές και ψυχολογικές λειτουργίες της μουσικής. Το τραγούδι προϋπέθετε ανέκαθεν ένα στοιχείο συμμετοχής, την αίσθηση της τόνωσης της συλλογικότητας, την προτεραιότητα του στοιχείου της αμεσότητας και της συγκινησιακής ταύτισης, έναντι της περισσότερο ψύχραιμης αισθητικής αποτίμησης. Οι επιτυχημένες περιπτώσεις τραγουδιών που βασίζονται σε μελοποιημένη ποίηση είναι εκείνες που καταφέρνουν να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα σε μια μουσική μορφή που δεν καταστρατηγεί τα νοήματα της ποίησης, αλλά που καταφέρνει ταυτοχρόνως να είναι και εύληπτη. Είναι λοιπόν ένα πρόβλημα συναλήθευσης δυο παραγόντων. Τούτο δίνει έμμεσα και μια απάντηση σε ότι αφορά το ερώτημα, ποιου είδους ποίηση μπορεί να μελοποιείται, έτσι ώστε να προκύπτουν τελικά τραγούδια που απευθύνονται σε κάποιο ευρύτερο ακροατήριο. Είναι εκείνη η ποίηση η οποία επιτρέπει αυτή την ειδική μορφή συναλήθευσης. Όταν ο ποιητικός λόγος είναι ιδιαίτερα σύνθετος τότε αξιώνει μια αντίστοιχη συνθετότατα από τη μουσική του προσέγγιση και το αποτέλεσμα δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως τραγούδι. Τούτο μας οδηγεί να εξετάσουμε το τρίτο συνθετικό του ορού ?έντεχνο λαϊκό τραγούδι?. Τι σημαίνει άραγε η έννοια της ?λαϊκότητας?; Εδώ τα πράγματα μπερδεύονται γιατί η έννοια ?λαός? είναι πολιτικά και ιδεολογικά φορτισμένη και έχει οδηγήσει συχνά σε εξιδανικεύσεις. Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από μια έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση η οποία δεν επιτρέπει τέτοιου είδους βολικές γενικεύσεις. Μέσα στην έννοια ?λαός? περιλαμβάνεται και ο λαϊκός άνθρωπος με τις δικές του ρίζες και πολιτιστικές παραδοθείς, και ο ?γιάπης? που αποτελεί μια πλαστική απομίμηση τηλεκατευθυνόμενου ανθρώπου, και ο μέσος καλλιεργημένος αστός και ο όχλος των χούλιγκαν, και ο φιλότεχνος μεγαλοαστός και ο αμαθής ?Ελληναράς? που νοιώθει εθνικά υπερήφανος για τη νίκη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου και θυμώνει όταν του θίγουν τον ... ανδρισμό του Μεγαλέξανδρου. Όλες αυτές οι διαφορετικές ομάδες ανθρώπων έχουν διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές και διαφορετικές αισθητικές προτιμήσεις. Όταν μιλάμε λοιπόν για ?λαϊκότητα? στο τραγούδι καλό είναι να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει ένας λαός αλλά ένα πλήθος κοινωνικών στρωμάτων. Τα τραγούδια του Χατζιδάκι που περιλαμβάνονται π.χ. στον ?Μεγάλο Ερωτικό? ποτέ δεν τραγουδήθηκαν από τα αγροτικά, ή τα εργατικά κοινωνικά στρώματα του τόπου μας, τα οποία εκφράζονταν πάντα μέσα από άλλες μορφές τραγουδιού, όπως τα ρεμπέτικα, τον Καζαντζίδη, κλπ. Αλλά ούτε τα τραγούδια π.χ. πάνω σε ποίηση Λόρκα του Θεοδωράκη απευθυνθήκαν ιδιαίτερα σε τέτοια κοινωνικά στρώματα. Κι? αφού κάναμε αυτή την αναγκαία διευκρίνηση μπορούμε να πούμε πως ο χαρακτηρισμός ?έντεχνο λαϊκό τραγούδι? αναφέρεται κυρίως στο λαϊκότροπο ιδίωμα που χαρακτήρισε αυτή τη μορφή τραγουδιού. Στην περίπτωση του Χατζιδάκι αυτό το ιδίωμα υπήρξε ανέκαθεν περισσότερο ?μπολιασμένο? με δυτικές επιδράσεις, ενώ στην περίπτωση του Θεοδωράκη βρέθηκε πιο κοντά στο ρεμπέτικο, στο βυζαντινό ύφος και στη λαϊκή μουσική γι? αυτό άλλωστε και τα τραγούδια του είχαν πολύ μεγαλύτερη αποδοχή από ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Στην περίπτωση του Θεοδωράκη επίσης, εκτός από ένα τέτοιο μουσικό ιδίωμα που ήταν εκ των πραγμάτων πιο οικείο στα αυτιά μιας ευρύτερης πλειοψηφίας, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και το ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα της εποχής που είχε ως αποτέλεσμα να ακούγονται τα τραγούδια του κι ως μια μουσική φορτισμένη με ένα έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως κατά τη διάρκεια της χούντας τα τραγούδια αυτά ήσαν απαγορευμένα, άρα είχαν ταυτιστεί και με μια μορφή πολιτικής αντίστασης. Σε κάθε περίπτωση, τόσο ο Χατζιδάκις, όσο κι ο Θεοδωράκης πέτυχαν σε πολλά τραγούδια τους μια ευτυχή συναλήθευση των παραγόντων στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε. Κατάφεραν να συνδυάσουν με ιδιαίτερη ευαισθησία και μαστοριά τη μουσική με την ποίηση αξιόλογων ποιητών. Με τον τρόπο αυτό έβαλαν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ολόκληρου αισθητικού ρεύματος που επηρέασε επί δεκαετίες το ποιοτικό ελληνικό τραγούδι, προσδίδοντάς του ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα ?ελληνικότητας?, που έως τότε θεωρείτο πως δεν είναι συμβατός με τις ?σοβαρές? αισθητικές προθέσεις ενός συνθέτη.

Ωστόσο, η δημιουργία τραγουδιών που πάντρευαν με ιδιαίτερη ευαισθησία τη μουσική με την ποίηση αξιόλογων Ελλήνων ποιητών, έτσι όπως το πέτυχαν ο Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις, υπήρξε ένα εγχείρημα που δεν μπορούσαν να το εφαρμόζουν όλοι με την ίδια επιτυχία. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που προέκυψαν υπήρξε η άκριτη μεταφορά ενός λαϊκότροπου ιδιώματος σε κάθε είδους ποίηση. Για να το πούμε απλά, τα συμβολικά νοήματα διαφόρων Ελλήνων ποιητών δεν μπορούσαν όλα να ταιριάξουν με βυζαντινού τύπου μελωδίες, με μουσικά ιδιώματα που παρέπεμπαν στα ρεμπέτικα, κλπ. Εάν ένας τέτοιος τρόπος προσέγγισης μπορεί να υπήρξε ιδιοφυής προκειμένου για έναν ?Επιτάφιο? του Ρίτσου, για ένα νεανικό Λειβαδίτη, ή για το ?Άξιον Εστί? του Ελύτη, τούτο όμως δεν σημαίνει πως ήταν κατάλληλος για όλα τα ποιήματα του Ρίτσου, ή του Λειβαδίτη, του Ελύτη, του Αναγνωστάκη, κλπ. Αυτή η άκριτη και συχνά άτεχνη χρήση ενός τέτοιου ιδιαίτερου μουσικού ιδιώματος που ?κάτω από το επιχείρημα της ?ελληνικότητας?- επιβάλλονταν μερικές φορές ως οδοστρωτήρας πάνω στον ποιητικό στίχο, υπήρξε η αιτία ν? αρχίσουν να τίθενται ορισμένα, εν πολλοίς δικαιολογημένα ερωτήματα περί της σκοπιμότητας να μελοποιούνται ορισμένα ποιητικά έργα που παρουσιάζουν μια αισθητική επάρκεια που δεν επιτρέπει αυθαίρετες μουσικές παρεμβάσεις. Το ίδιο θα μπορούσε επίσης να λεχθεί και στην περίπτωση όπου ορισμένοι συνθέτες, επηρεασμένοι περισσότερο από τον Χατζιδάκι, κατέφευγαν σε δυτικότροπα ιδιώματα χωρίς να έχουν τα απαραίτητα τεχνικά και πολιτιστικά εφόδια. Οι απλοϊκές εναρμονίσεις ωδειακού επιπέδου κι οι εξίσου δύσκαμπτες, έως αφελείς, ενορχηστρώσεις δεν προδίδαν μόνο τα δεύτερα και τρίτα νοήματα ενός ολοκληρωμένου ποιητικού έργου αλλά κι ένα μουσικό ερασιτεχνισμό. Το να εφαρμόζεις απλοϊκά στερεότυπα πάνω σε ποιητικά έργα με υψηλό συμβολικό περιεχόμενο και νοηματική πυκνότητα οδηγούσε ορισμένες φορές σε τραγέλαφους, τουλάχιστον για όποιον μπορούσε να τον αντιληφθεί.

Ένα δεύτερο πρόβλημα που προέκυψε ήταν το γεγονός πως η μελοποίηση ποιημάτων με πολιτικό περιεχόμενο έτεινε κάποια εποχή να γίνει μια εύκολη μόδα που οδήγησε επίσης σε αισθητικές καταχρήσεις. Πίσω από το πρόσχημα του πολιτικού τραγουδιού άρχισαν να στεγάζονται και πλήθος άτεχνων και απλοϊκών εγχειρημάτων. Κι αν οι πολιτικές προθέσεις κι η πολιτική λειτουργία των τραγουδιών που βασιζόντουσαν σε αξιόλογους ποιητές συγχωρούσε ίσως για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, κάποια μουσική αθωότητα ή και απλοϊκότητα -κάτω κι? από το επιχείρημα της ?εκπαίδευσης του λαού?- εν συνεχεία η μουσική απλοϊκότητα έτεινε να γενικευτεί κι? άρχισε να γίνεται αποδεκτή με αποτέλεσμα, ακόμα και εντελώς άτεχνα τραγούδια να διεκδικούν εκ των προτέρων υψηλές αισθητικές προθέσεις, μόνο και μόνο επειδή βασίζονταν σε στίχους με πολιτικό περιεχόμενο. Μ? αλλά λόγια, η ποίηση κατέληξε μερικές φορές να λειτουργεί ως ένα άλλοθι που συγκάλυπτε τεχνικές ελλείψεις και απλοϊκές μουσικές προθέσεις. Νομίζω λοιπόν πως σ? αυτούς τους δυο παράγοντες οφείλονται εν πολλοίς όλες οι συζητήσεις κι οι διαφωνίες που είχαν προκύψει κάποια εποχή στον τόπο μας, γύρω από το εάν ή όχι πρέπει να μελοποιείται η ποίηση.

Επειδή όμως ήδη σας κούρασα αρκετά, στο σημείο αυτό θα τελειώσω. Θα προσθέσω μόνο πως σήμερα τέτοια ζητήματα με τα οποία σας απασχόλησα τόση ώρα αρχίζουν να μοιάζουν ουτοπικά λόγω της καταστρεπτικής επίδρασης του τηλεοπτικού πολιτισμού. Φοβάμαι πως στις μέρες μας αρχίζει να μην έχει θέση στην κοινωνία μας, όχι μόνο ένα τραγούδι που βασίζεται σε μελοποιημένη ποίηση, αλλά ούτε καν ένα απλό και γοητευτικό τραγούδι που δεν θίγει το στοιχειώδες γούστο ενός μέσου ακροατή. Πιστεύω ωστόσο πως σε οάσεις πολιτισμού σαν κι? αυτή που βρισκόμαστε δεν βλάπτει μερικές φορές να ξαναπετούμε κάποια τέτοια ερωτήματα και να ξαναθυμόμαστε αυτά που για μας, εις πείσμα της πραγματικότητας που μας επιβάλλουν με το ζόρι, παραμένουν ως αυτονόητα.

 

Μιχάλης Γρηγορίου