Ευρετήριο Άρθρου

 

Εδώ βρίσκεται άλλωστε κι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ερμηνεύουν τη στενή σχέση που είχαν ανέκαθεν η μουσική και η ποίηση. Πράγματι, και στη μουσική η αντίληψη καλείται να παρακολουθήσει και να συσχετίσει ταυτόχρονα πολλές παραμέτρους που μπορούν να εμφανίζονται σε διαφορετικά επίπεδα της μουσικής οργάνωσης (μελωδικό, αρμονικό, ρυθμικό, ηχοχρωματικό, επίπεδα εναλλαγής της δυναμικής και του ?ατέμπο?). Στην έντεχνη δυτική μουσική π.χ μια ?αρμονική βάση?, που κινείται μέσω ?μετατροπιών? από την μια τονικότητα στην άλλη, μπορεί να συνοδεύει δυο ή τρεις διαφορετικές μελωδίες που συνεργάζονται ?αντιστικτικά? και που παίζονται από διαφορετικά όργανα, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετικό ηχόχρωμα. Καθεμιά από τις μελωδίες μπορεί να περιλαμβάνει τα δικά της ρυθμικά σχήματα, τα δικά της φραζαρίσματα και να εμφανίζει τις δικές της μεταβολές δυναμικής και ατέμπο. Επιπλέον τα όργανα μπορούν να εναλλάσσουν διαρκώς τους ρόλους τους και να ?συνομιλούν? μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι μελωδίες να ?μετακινούνται? από το ένα ηχόχρωμα στο άλλο, κλπ. Στην περίπτωση τέτοιων συνθετών και χρονικά εκτεταμένων μουσικών κατασκευών ο εγκέφαλος υποχρεώνεται να κάνει διαρκώς συσχετισμούς σε πολλά επίπεδα οργάνωσης ταυτόχρονα, η δε εστίαση της προσοχής υποχρεώνεται να λειτουργεί και ?οριζόντια?, ή ?διαχρονικά? (όταν παρακολουθεί μελωδίες, διαδοχές αρμονικών σχέσεων και ρυθμικών σχημάτων) και ?κάθετα?, ή ?συγχρονικά?, όταν αναγνωρίζει συγχορδίες, συνδυασμούς ηχοχρωμάτων, σχετικές εντάσεις, κλπ). Όσο αυξάνουν τα επίπεδα στα οποία εμφανίζεται η μουσική οργάνωση, τόσο περισσότερο δυσκολεύεται ο εγκέφαλος να συσχετίσει ταυτόχρονα τις μεταβολές όλων των συνεργαζόμενων παραμέτρων, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε μια διαδικασία ?επιλεκτικών σαρώσεων?, πράγμα το οποίο συνεπάγεται επίσης διαρκείς μεταπηδήσεις και μεταβολές της εστίασης της προσοχής του ακροατή. Επιχειρώντας μια οπτική αναλογία θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σειρά από παράλληλα γυάλινα περάσματα πάνω στο καθένα από τα οποία είναι ζωγραφισμένες κάποιες μορφές. Καθώς τα περάσματα είναι διάφανα, οι μορφές επικαλύπτουν η μια την άλλη και μπορούν να συγχέονται μεταξύ τους. Η αντίληψη μπορεί όμως να μεταβάλει το ?βάθος πεδίου? της και να εστιάζει κάθε φορά σε ένα διαφορετικό πέρασμα, αναγνωρίζοντας μόνο τη μορφή που είναι ζωγραφισμένη πάνω του. Κάθε φορά που η αντίληψη επιλέγει ένα συγκεκριμένο ?βάθος πεδίου? και εστιάζει την προσοχή σε ένα συγκεκριμένο πέρασμα οι υπόλοιπες μορφές έρχονται σε δεύτερη μοίρα και αποκτούν θολά περιγράμματα, μετατρέπονται σε ακαθόριστες φιγούρες. Ορισμένες φορές επίσης η αντίληψη μπορεί να επιλέγει να εστιάσει σε δυο ή τρία περάσματα ταυτόχρονα, συνδυάζοντας έτσι τις επάλληλες μορφές σε πιο σύνθετα σχήματα. Αν φανταστούμε επιπλέον πως αυτά τα επάλληλα διαφανή περάσματα κινούνται μέσα στο χρόνο εναλλάσσοντας διαρκώς τις μορφές που είναι ζωγραφισμένες πάνω τους, τότε έχουμε μια αρκετά ικανοποιητική αναλογία του πολυδιάστατου τρόπου με τον οποίο λειτουργεί κι η μουσική αντίληψη μέσα στη ροή του χρόνου. Η μελοποίηση της ποίησης προσθέτει άλλη μια σειρά τέτοιων νοερών επαλλήλων διαφανών περασμάτων τα οποία καλείται να συσχετίσει η αντίληψη του ακροατή μέσα στη ροή του χρόνου. Όμως, εκτός από τέτοιες αναλογίες που διαπιστώνονται ανάμεσα στον τρόπο αντίληψης της μουσικής και της ποίησης που οφείλονται σ? αυτή καθαυτή την ψυχολογία της αντίληψης, υπάρχει και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: Όπως στην ποίηση τα νοήματα δεν βρίσκονται στο απλό αναφορικό επίπεδο των λέξεων, έτσι και στη μουσική τα νοήματα δεν βρίσκονται στο επίπεδο αυτής καθαυτής της οργάνωσης των ήχων αλλά στις μεταφορικές, συμβολικές και ψυχολογικές λειτουργίες που έχουν αποκτήσει αυτοί οι τρόποι οργάνωσης, στα πλαίσια διαφορετικών μουσικών ιδιωμάτων και στυλ. Κάθε συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα και στυλ λειτουργεί κι ως ένα είδος σκηνικού που επιτρέπει την έκφραση ορισμένων ιδιαιτέρων συμβολικών νοημάτων και συναισθηματικών ποιοτήτων. Η διακοσμητική λειτουργία του Μπαρόκ, η αμεριμνησία του ύφους του Διαφωτισμού, η δραματικοποιημένη αίσθηση του Ρομαντισμού, η ράθυμη ενατένιση του Εμπρεσιονισμού, η νοσταλγία του Μεταρομαντισμου, η αγωνία, ή ο σαρκασμός του εξπρεσιονισμού, κλπ, όλες τούτες οι ιδιαίτερες συμβολικές και ψυχολογικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν κάθε στυλ και που έχουν εμπεδωθεί στη διάρκεια της ιστορίας, προσφέρουν στο σημερινό συνθέτη της έντεχνης μουσικής ένα είδος στιλιστικής μεταγλώσσας. Το ίδιο ισχύει και για αλλά μη δυτικά ιδιώματα που κουβαλάνε επίσης τις δικές τους κρυφές ή φανερές αναφορές: Το σμυρναϊκό παραπέμπει τον Έλληνα σε κάποιες χαμένες πατρίδες, το ρεμπέτικο σε κάποιο ειδικό ήθος και σε κάποια ειδική στάση ζώνης, το δημοτικό τραγούδι, ή τα νησιωτικά σε κάποια ειδική σχέση με τη φύση, με το τοπίο, με την ιστορία του τόπου, κλπ. Μ? αλλά λόγια, οι διάφοροι τρόποι μουσικής οργάνωσης δεν είναι νοηματικά ουδέτεροι. ?Κάθε στυλ είναι σαν ένα άδειο σκηνικό θεάτρου που σου επιτρέπει να φαντάζεσαι ορισμένους ρόλους και χειρονομίες, που σε προκαλεί να φωτίσεις πράγματα και να αφηγηθείς καταστάσεις που μόνο μέσα αυτό το σκηνικό θα μπορούσαν να υπάρξουν?. Έτσι, ο συνθέτης δεν μαθαίνει απλώς πώς να οργανώνει τους ήχους και πώς να χειρίζεται τα τεχνικά μέσα της μουσικής, μαθαίνει επίσης πώς να χειρίζεται τα συμβολικά νοήματα στα οποία παραπέμπει η μουσική, μέσω των διαφόρων ιστορικά κατατεθειμένων και εμπεδωμένων στυλ της.