Ευρετήριο Άρθρου

Κι? εδώ ερχόμαστε πράγματι στην ουσία των αισθητικών προβλημάτων που θέτει η μελοποίηση της ποίησης. Η ποίηση εμφανίζει μια αντίστοιχη ποικιλία διαφορετικών στυλ και ιδιωμάτων κι αν ο συνθέτης επιδιώκει μια ισότιμη συνεργασία μαζί της τότε δεν μπορεί να αρκείται στο απλό ?μπογιάντισμα? των λέξεων με ήχους και στο ?πακετάρισμα? των γλωσσικών περιόδων μέσα σε μελωδίες και σε ρυθμούς. Αντίθετα, πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται τα επίπεδα του κρυμμένου ποιητικού νοήματος και να μπορεί να συνεργαστεί με το ιδιαίτερο ποιητικό ύφος, αλλιώς θα χάσει εντελώς το στόχο του. Είναι φανερό πως κάθε παρέμβαση του μουσικού έχει συνέπειες. Η παρέμβαση πάνω στο φραζάρισμα της γλώσσας μπορεί να αποκαλύψει ή να συγκαλύψει τα νοήματα. Αν απομακρυνθούν π.χ μεταξύ τους δύο λέξεις, επειδή τούτο εξυπηρετεί το μουσικό ρυθμό, μπορεί να χαθεί το νόημα. Το ίδιο συμβαίνει αν έρθουν πολύ κοντά η μια στην άλλη. Οι αποστάσεις ανάμεσα στις λέξεις ή στις φράσεις μπορεί να λειτουργούν ως ένα θαυμαστικό, ή ως σχολιασμός που αποκαλύπτει και τονίζει νοήματα και προθέσεις του ποιητή. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος αυτός σχολιασμός μπορεί να οδηγεί σε ένα στόμφο που γελοιοποιεί και καταστρέφει το νόημα. Όταν η μουσική σέβεται τη φυσική αναπνοή της γλώσσας, τότε μπορεί να αναδεικνύει τον κρυφό ρυθμό κάποιου ποιήματος που δεν βασίζεται στην απλή ομοιοκαταληξία, αλλά μπορεί επίσης, στην αντίθετη περίπτωση, να τον καταστρέψει. Ο παρατονισμός των λέξεων λειτουργεί ως μια γελοιογραφία της γλώσσας, κλπ. Στο επίπεδο της αρμονίας πάλι, είναι προφανές πως ο μουσικός πρέπει να είναι σε θέση να παρακολουθεί τις ψυχολογικές αποχρώσεις και τις μεταβολές των νοημάτων. Εάν οι ψυχολογικές εναλλαγές της μουσικής είναι απλοϊκές και θυμίζουν λύσεις ασκήσεων αρμονίας τότε δεν μπορούν να υποστηρίξουν τις ψυχολογικές απαιτήσεις ενός ποιήματος με υψηλούς βαθμούς αμφισημίας και συμβολισμών. Όλα τούτα προϋποθέτουν μια στοιχειώδη τεχνική επάρκεια από τον συνθέτη που του επιτρέπει να ελέγχει τα εκφραστικά του μέσα. Ο αυθορμητισμός και το ταλέντο δεν αρκούν, χρειάζεται και η γνώση της τεχνικής. Όπως ένας σκιτσογράφος δεν μπορεί να εικονογραφήσει την Καπέλα Σιξτίνα, έτσι κι? ένας άνθρωπος που παίζει μόνο μερικές συγχορδίες σε μια κιθάρα δεν μπορεί να μελοποιήσει το έργο ενός σημαντικού ποιητή. Παρενθεσιακά πρέπει να πω ότι στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε βρεθεί συχνά αντιμέτωποι μ? αυτό το φαινόμενο: Άνθρωποι που δεν κατέχουν τα απαραίτητα τεχνικά εφόδια να καταπιάνονται με αντικείμενα που δεν τα καταλαβαίνουν και που τους ξεπερνούν. Όπως θα επιχειρήσω να εξηγήσω στο τελευταίο μέρος αυτής της διάλεξης, κάτω από το πρόσχημα της λαϊκότητας στεγαστήκαν συχνά πολλές αφέλειες και απλοϊκότητες.

Ωστόσο, πολύ πιο σημαντική από την στοιχειώδη τεχνική επάρκεια στο επίπεδο της γραμματικής, της ορθογραφίας και του συντακτικού της μουσικής είναι η απαιτούμενη πολιτιστική επάρκεια του συνθέτη. Εάν η απλοϊκότητα και η έλλειψη τεχνικής μπορεί να καταστρέψει ένα ποίημα, άλλο τόσο μπορεί να το καταστρέψει η απλή εφαρμογή μια στεγνής μουσικής τεχνικής που συνοδεύεται από έλλειψη καλλιέργειας. Η συνεργασία ανάμεσα στον συνθέτη και στον ποιητή είναι εφικτή μόνο όταν ο διάλογος είναι πολιτιστικά ισότιμος. Τόσο στη γλωσσά, όσο και στη μουσική, η αισθητική λειτουργία έγκειται στην κατανόηση και στην αξιοποίηση των παρεκκλίσεων και στην αποφυγή της κοινοτυπίας. Μια ποιητική παρέκκλιση που συμβάλλει στην υποχώρηση της αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας και στην ανάδυση του ποιητικού νοήματος μπορεί να θαφτεί, να κρυφτεί, να μετατραπεί σε κοινοτυπία λόγω της λανθασμένης χρήσης της μουσικής. Η μουσική μπορεί να δεσμεύει τα ποιητικά νοήματα και να τα κατευθύνει προς ορισμένες κατευθύνσεις, με κίνδυνο να συγκαλύπτει αλλά. Μπορεί να ανοίγει, ή να κλείνει πόρτες σε συνειρμούς και σε συναισθήματα του ακροατή. Αν ο συνθέτης δεν αντιλαμβάνεται π.χ. την ειδική στιλιστική, άρα αισθητική, βαρύτητα των φράσεων ?...και τες τριανταφυλλιές αργά σαλεύει?, ?και στες καρδιές και στην πλάση βασιλεύει....? τότε έχει χάσει εξ αρχής το παιγνίδι. Στη διαδικασία μελοποίησης της ποίησης η μουσική δεν επιτρέπεται ούτε να αγνοεί τα πολλαπλά επίπεδα του νοήματος, ούτε να αυτονομείται, σε σημείο ώστε να ?καπελώνει? το νόημα, ούτε να υποχωρεί, σε σημείο του να μετατρέπεται σε απλή υπόκρουση του νοήματος. Πρέπει να υπάρχει πάντα μια συναλήθευση και μια συνεργασία ανάμεσα στην ποιητική και στην μουσική αμφισημία, ανάμεσα στην ποιητική και στην μουσική αβεβαιότητα. Ο μουσικός πρέπει να είναι σε θέση να συνταξιδεύει με τα κρυμμένα νοήματα της ποίησης. Τα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ο συνθέτης όταν μελοποιεί ένα ποιητικό έργο είναι ανάλογα μ? αυτά που καλείται να αντιμετωπίσει ένας σκηνοθέτης Όταν ανεβάζει ένα θεατρικό έργο. Η σκηνοθεσία μπορεί να εμπλουτίσει ένα μέτριο έργο, αλλά μπορεί επίσης και να φτύνει ή να καταστρέψει ένα αριστούργημα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μελοποίηση της ποίησης θέτει παρόμοιες απαιτήσεις μ? εκείνες που θέτει το να γράφεις μουσική για το θέατρο. Όταν ο συνθέτης μελοποιεί ποίηση δεν πρέπει να λειτουργεί απλώς ως μουσικός που γραφεί νότες, αλλά κι ως σκηνοθέτης, ως σκηνογράφος κι ως φωτιστής των νοημάτων. Πρέπει λοιπόν να μπορεί να ελέγχει τα στιλιστικά του μέσα και τούτο προϋποθέτει εκ μέρους του μια στιλιστική πολυγλωσσία που θα του επιτρέψει να συνεργαστεί με την αντίστοιχη στιλιστική ποικιλία που εμφανίζει ο χώρος της ποίησης.

Είναι βέβαια φανερό πως στα καλλιτεχνικά ζητήματα δεν υπάρχει κάποια συνταγή επιτυχίας. Κανείς δεν μπορεί ?ευτυχώς- να πει με βεβαιότητα πώς πρέπει να μελοποιείται ένα ποίημα, γι? αυτό άλλωστε υπάρχουν περιπτώσεις οπού το ίδιο ποίημα μπορεί να μελοποιείται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους από διαφορετικούς συνθέτες. Ο Κουνάδης κι ο Θεοδωράκης π.χ αντιμετώπισαν με τελείως διαφορετικό τρόπο το ίδιο ποίημα του Σεφέρη ??πάνω στην άμμο την ξανθή γράψαμε τ? όνομα της, ωραία εφύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή....?. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς πως υπάρχουν κατ? άρδην κάποιες συνταγές σε ό,τι αφορά το πώς δεν πρέπει να μελοποιούνται ορισμένα πράγματα. Τα σονέτα του Σαίξπηρ π.χ. δεν μπορούν να μελοποιηθούν σε βυζαντινό ή λαϊκό ύφος, ο Παλαμάς δεν μελοποιείται σε ύφος Μπαρόκ, ο Βάρναλης δεν μελοποιείται στο ύφος του εμπρεσιονισμού, κλπ. Ωστόσο, κι εδώ δεν υπάρχουν τέτοιες βολικές βεβαιότητες. Όπως ένας σκηνοθέτης μπορεί να ανεβάζει Σαίξπηρ ή αρχαίο δράμα με σύγχρονα σκηνικά και κουστούμια, έτσι κι ένας συνθέτης μπορεί να παίρνει τολμηρές καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες. Ο Χατζιδάκις π.χ. μελοποίησε το ?Άσμα ασμάτων? σε ρυθμό ζεϊμπέκικου, ο Θεοδωράκης μελοποίησε το ?Άξιον Εστί? του Ελύτη σε βυζαντινό ύφος, κλπ. Στην τέχνη τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Τελικά, όπως σε όλα τα αισθητικά ζητήματα, η μόνη συνταγή αποτυχίας είναι η έλλειψη της απαραίτητης τεχνικής, η έλλειψη καλλιέργειας και ταλέντου. Όταν δεν λείπουν αυτά, όλα τα άλλα γίνονται. Έτσι, το ερώτημα περί του Εάν ή όχι πρέπει να μελοποιείται η ποίηση και με ποιο τρόπο δεν πρέπει να αφορά στη νομιμότητα του εγχειρήματος αλλά στην καλλιτεχνική επάρκεια του επιχειρούντος. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ποτέ πως αρμόδιος να κρίνει την καλλιτεχνική επάρκεια του συνθέτη και την αισθητική αξία του αποτελέσματος είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται το έργο τέχνης, το οποίο πρέπει να έχει την αντίστοιχη αισθητική καλλιέργεια. Τόσο στη μουσική, όσο και στην ποίηση, η δυνατότητα κατανόησης και ταύτισης με τα κρυμμένα αισθητικά νοήματα προϋποθέτει μια πολιτιστική εξοικείωση του ακροατή. Μια μείζων συγχορδία δεν λέει τίποτα σε ένα Λάπωνα, οι κρυφές αναφορές σε ένα ιμπρεσσιονιστικό ιδίωμα δεν γεννούν την αίσθηση της ράθυμης νοσταλγίας σε ένα αγρότη της Θεσσαλίας, η φθαρμένη γοητεία ενός βαλς του μεσοπολέμου δεν γίνεται αντιληπτή από ένα ράπερ. Αντίστοιχα βέβαια, οι κρυμμένοι ρυθμοί κι οι μεταφορικές και συμβολικές λειτουργίες ενός ποιήματος δεν γίνονται αντιληπτές από ένα μη εξοικειωμένο αποδέκτη, όπως κι ένας αγράμματος δεν μπορεί να γελάσει με τις σκόπιμες ανορθογραφίες του Μποστ. Η αισθητική καλλιέργεια δεν είναι θέμα γνώσης αλλά βιωματικής εμπέδωσης, που προϋποθέτει μια εμπλοκή του ακροατή σε κάποιο πολιτιστικό πλαίσιο. Μόνο τότε γίνονται αντιληπτά τα συμβολικά νοήματα της τέχνης και αρχίζουν να κινητοποιούν υποκειμενικούς συνειρμούς και συγκινήσεις. Έτσι, στο αβέβαιο ερώτημα του πώς πρέπει άραγε να μελοποιεί ο συνθέτης την ποίηση προστίθεται πάντα και το ερώτημα σε ποιον απευθύνεται και ποιος τον κρίνει. Είναι προφανές πως η αποτελεσματικότητα των εργαλείων που χειρίζεται ο έμπειρος και ταλαντούχος συνθέτης εξαρτάται από την ύπαρξη ενός εξ ίσου έμπειρου και ευαίσθητου ακροατή.