Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω', '
Κυρία Διευθύντρια,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αγαπητοί μαθητές

    Σαν μεθαύριο, πριν από 61 χρόνια, η φασιστική- τότε- Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα μας κι άρχισε έτσι να γράφεται μια ακόμη σελίδα της νεότερης Ιστορίας της, την οποία και βρισκόμαστε εδώ σήμερα για να θυμηθούμε.
Μια σελίδα τόσο ένδοξη στην αρχή της, όσο και άδοξη στην κατάληξή της, που ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός.
Γιορτάζουμε ακόμα σήμερα τη σημαία της πατρίδας μας το γαλανό και τ? άσπρο, το φως του τόπου μας και τον ουρανό του, χρώματα που στις μέρες μας αποϊεροποιήθηκαν και ξεθώριασαν και υψώνουμε μόνο σημαίες από νάυλον, ποδοσφαιρικές και κομματικές.
Θυμάμαι πριν από οχτώ χρόνια στο προαύλιο του Οικονομικού Πανεπιστήμιου της Αθήνας, στη διάρκεια μιας συμπλοκής ανάμεσα στα λεγόμενα ΜΑΤ και τους λεγόμενους Αναρχικούς, οι τελευταίοι έκαψαν μπροστά στις κάμερες και μια σημαία Ελληνική.
   Φοβάμαι ότι αυτοί οι νέοι Έλληνες δεν έκαιγαν καθόλου την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την ισονομία, το σεβασμό του ανθρώπου ως μέτρου της ζωής , την οικουμενικότητα, όλ? αυτά δηλαδή που σημαίνουν την Ελλάδα και είναι συμπηγμένα στο σύμβολό της, τη σημαία.
   Παρά την ύβρι που κι εγώ αισθάνθηκα, φοβάμαι πως έκαιγαν την υποκρισία μας. Και την πατριδοκαπηλεία που σ? αρκετούς από μας και κυρίως στους κάθε φορά εξουσιάζοντες περισσεύει.
   Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν εδώ για να θυμηθούμε. Η θύμηση βέβαια είναι πράξη αόρατη, προσωπική. Έρχεται σε ώρα ανύποπτη, μυστική κι ανασταίνει στο βάθος της όποιον καθένας αγάπησε και τιμά. Όμως, εκτός απ? τα γεγονότα που αφορούν στο προσωπικό ή το οικογενειακό μας περιβάλλον, υπάρχουν κι άλλα που η σημασία τους αγκαλιάζει μεγαλύτερες ομάδες κι άλλοτε ολόκληρο το λαό. Που είναι αποτέλεσμα της συλλογικής δράσης μας και συνιστούν την ιδιαίτερη πορεία μας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Τα σώζουμε κι αυτά στη συλλογική μνήμη. Το βάρος της κατακάθεται στο βάθος του καραβιού που ονομάζουμε πατρίδα και δημιουργεί την καρίνα του, που το καθιστά αξιόπλοο και το σώζει απ? τις ενάντιες βουλές, των ανέμων και των κυμάτων.
  Βρεθήκαμε λοιπόν εδώ σήμερα για ν? ανοίξουμε μια σελίδα αυτής της μνήμης.
Ιούνιος 1940. Σ? ένα χρόνο απ? την αρχή του πολέμου ο Χίτλερ έχει μπει στο Παρίσι και η Γαλλία συνθηκολογεί. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης καταλαμβάνεται. Η Αγγλία μάχεται μόνη της τους Γερμανούς. Η Ελλάδα τάσσεται στο πλευρό της.
Οκτώβριος 1940. Ο Μουσολίνι με τελεσίγραφό του ζητεί απ? τα Ελληνικά στρατεύματα να του κάνουνε τόπο να περάσει. Σχεδιάζει την επομένη να πιει τον καφέ του στην Αθήνα. Όμως ο λαός μας έχει αντίθετη άποψη και ο στρατός μας του επιφυλάσσει έναν πολύ πικρό καφέ στα βουνά της Ηπείρου κατ? αρχήν, όπου δέχθηκε την επίθεση, και της Αλβανίας πολύ σύντομα, όπου απώθησε τους πολύ καλύτερα οπλισμένους φασίστες.
«? Ο πόλεμος είναι σαν μια κακοσχεδιασμένη εκδρομή, όπου κρυώνεις, πεινάς και χάνεις το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Ό,τι έχεις το κουβαλάς στην πλάτη σου και ό,τι βαραίνει το πετάς?» γράφει κάπου ο Γιάννης Τσαρούχης- παρών στο μέτωπο-. Και κάπου αλλού: «? και δεν θα το πιστέψει κανείς πως σχεδόν επίστευα απ\' τη λαιμαργία μου ότι οι σπαρμένες πέτρες, που τις είχε σκεπάσει το χιόνι, ήταν υπέροχες πάστες με αμύγδαλα και σαντυγί».
Αγαπητοί μου,
  Ο πόλεμος είναι φρικτός. Απαξιώνει την ανθρώπινη ζωή, αφού την αφαιρεί. Με την ίδια ευκολία που αφαιρεί κανείς απ\' τη γη μια μαργαρίτα. Αντίθετα όμως απ? ό,τι πιστεύεται, όχι μόνο δεν εκβαρβαρίζει, αλλά εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Πέρ? απ? την περιορισμένη φρίκη που είναι ικανή να αισθανθεί μια καρδιά, επέρχεται η άμβλυνση, η έκσταση, η απαλλαγή απ? την ελπίδα και το φόβο, μια ελευθερία και μια γαλήνη θρησκευτική. Η οδύνη εξευγενίζει την ψυχή και ο επαπειλούμενος θάνατος εντατικοποιεί το αίσθημα της ζωής και ανοίγει προς υψηλές συνειδητοποιήσεις.
  Ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ήταν παρών στο μέτωπο. Αρρώστησε και γλίτωσε απ\' του χάρου τα δόντια στο υποτυπώδες στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων.
  Αν δεν είχε βιώσει προσωπικά τις τόσο έντονες στιγμές του μετώπου, αν δεν του είχε παγώσει το μέτωπο η ανάσα του θανάτου, αν το κοντάρι του ?ρη δεν τρυπούσε τα σπλάχνα του, ίσως ποτέ να μην ανέβλυζε από κεί το ζωογόνο νερό που μας κληροδότησε, το πλούσιο έργο του κι ανάμεσά του το υψηλό « ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ», αιώνια στους Έλληνες παρακαταθήκη. Από κει επιτρέψτε μου να σας αναγνώσω ένα απόσπασμα:
 
ΑΝΑΓΝΩΣΜA ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓ0Ι
  ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες πού διάβηκαν, Δέλβινο, ?γιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
  Και συνέβηκε τότες ένας απ\' αυτούς να' χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ? όλο πού το 'χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους πού γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βραδύ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
  Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι ή ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Κα! οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
 Τότε ο Λευτέρης, πού τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να 'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς; Αυτοί που' ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους πού δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά πού τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος πού παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο» Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς πού κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;» Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης : «Αυτά πού δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι΄αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά-γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα βρούν, θαν τα βρούν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης:«Και ποιός λές τάχα του λόγου σου ότι θαν τα βρεί ;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάκτυλο:«Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδελφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει.»
  Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πιά τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί μας ορίζαμε απο πρίν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στήν κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κόπους ίσαμε κεί. Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
  Στο μεταξύ ο Χίτλερ τσακίζει την αντίσταση των Γιουγκοσλάβων και τον Απρίλιο του ?41 τα Γερμανικά στρατεύματα χτυπούν την Ελλάδα. Η υπεροπλία των ναζί είναι συντριπτική και κάμπτει την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων και των Άγγλων που πολεμούν στο πλευρό τους. Οι Γερμανοί προελαύνουν. Η κυβέρνηση και ο βασιλιάς εγκαταλείπουν τη χώρα. Ο στρατηγός Τσολάκογλου βιάζεται να παραδώσει την Αθήνα στους Γερμανούς στις 24 Απριλίου.
  Εδώ επιτρέψτε μου να επικαλεστώ μια μαρτυρία προσωπική ενός ανθρώπου απ? τα μέρη μου που έφυγε απ? τη ζωή πριν μερικά χρόνια.
  0 πόλεμος τον βρήκε να υπηρετεί τη θητεία του και του την παρέτεινε. Τίποτα δεν τον επτόησε όσο διαρκούσαν οι μάχες. Μόνο όταν είχανε υποχωρήσει στη Γερμανική προέλαση και βρίσκονταν στα μέρη της Θεσσαλίας, αποκομμένοι απ? τη στρατιωτική διοίκηση που είχε συνθηκολογήσει και αρκετοί από απ? τους χωρικούς τους αντιμετώπιζαν εχθρικά, γιατί πίστευαν ότι αν είχαν παραδοθεί ειρηνικά στους Γερμανούς, εκείνοι δεν θα προέβαιναν σε καταστροφές και μαζικές εξοντώσεις.
  Τότε λοιπόν ο συνταγματάρχης τους- δεν θυμάμαι τ' όνομά του- ένας άντρακλας ως εκεί πάνω, που τον είχανε φοβηθεί τα βουνά, τους μάζεψε ένα βράδυ και κλαίγοντας σαν μικρό παιδί ξήλωσε μόνος του τα γαλόνια του. « Δεν μπορώ να σας διατάξω να πετάξετε τα όπλα σας», είπε. «Όποιος θέλει τ? αφήνει και φεύγει για το χωριό του. όποιος θέλει μ? ακολουθεί.».
  Σε τέτοιες ψυχές κατοικεί η Ελλάδα. Τέτοια στήθη την κράτησαν με την ανάσα τους, ζωντανή στους αιώνες. Τέτοιες καρδιές κρατήσανε μέσα τους τον ήλιο στη διάρκεια της κατάμαυρης κατοχής.
  Εκεί όπου ο λαός μας και ιδιαίτερα ο πληθυσμός των μεγαλουπόλεων αποδεκατίσθηκε απ? την πείνα και τις κακουχίες κάτω απ? τη σιδερένια μπότα του κατακτητή. Εκεί όμως όπου άνδρωσε σιγά σιγά και τη μεγάλη αντίστασή του.
  Αυτό που έζησε ο λαός μας στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ήταν τόσο σκληρό και απάνθρωπο που δικαιολογημένα η σημερινή γενιά θέλει να το απωθήσει στη λησμονιά.  Τόση φρίκη και τόση βαρβαρότητα καταμεσίς του εικοστού αιώνα δεν θα μπορούσε να την προβλέψει και η νοσηρότερη φαντασία. Και μάλιστα στην καρδιά της θεωρούμενης ως πιο πολιτισμένης ηπείρου: της Ευρώπης.
 Το κακό ενέσκηψε δαιμονικότερο παρά ποτέ στην Ιστορία, τη στιγμή ακριβώς που η ανθρωπότητα νόμιζε ότι το είχε εξορκίσει. Όμως φαίνεται ότι τούτο ενυπάρχει ως δυνατότητα απαράγραπτη στην ανθρώπινη ψυχή και επανακάμπτει στην επιφάνεια τόσο πιο βίαια, όσο επιμελέστερα το κρατούμε απωθημένο.
  Γι? αυτό όταν λέμε ότι πρέπει να μάθουμε τι συνέβη στην ιστορία εννοούμε ότι πρέπει να μάθουμε τι συνέβη στην ψυχή του ανθρώπου. Για το λόγο ότι οι ίδιες δυνάμεις εξακολουθούν να δρουν απ? το βάθος της ύπαρξής μας, πάντα, βέβαια και σήμερα. Όσο αγνοούμε ή υποτιμούμε αυτές τις δυνάμεις και λησμονούμε τα γεγονότα που προκάλεσαν, θα υποχρεωθούμε κάποτε να τα ξαναζήσουμε.
  Ο Χίτλερ δεν ήταν απλώς ένας παρανοϊκός δικτάτορας που επιβλήθηκε με τη βία. Ήταν η έκφραση μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης της χώρας του και της εποχής του. Του Γερμανικού λαού που τον χειροκρότησε στα στάδια και τον παρότρυνε να μακελέψει την οικουμένη. Αν σήμερα- που η ιστορία κατέδειξε το ψευδές και μάταιο των επιδιώξεών του- είναι εύκολο να τον αποκηρύξει κανείς, τότε πολλοί τον υποδέχθηκαν ως Μεσσία. Και στη χώρα μας, πριν αυτή δεχθεί την επίθεσή του, υπήρχαν αρκετοί που τον θαύμαζαν και πίστευαν ότι έπρεπε να γίνουμε σύμμαχοί του.
 Και στις μέρες που η σκοτεινή μπότα του πάτησε το φως στον ακριβό τόπο μας, δεν έλειψαν εκείνοι που του έδωσαν γη και νερό. Που του πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους συνεργαζόμενοι φανερά ή καταδίδοντας κρυφά τους αγωνιστές της Αντίστασης.
 Οι άνθρωποι με το κρυμμένο πρόσωπο. Με το «σβησμένο» όπως ποιητικά τους παραδίδει στην ιστορία, ξανά ο Οδυσσέας Ελύτης.
 Οι Γερμανοί έφυγαν, κι ο λαός μας βρίσκεται σήμερα μακριά κι απ? τη δίνη του εμφυλίου που ακολούθησε. Δυο χρόνια τώρα ο αιώνας του πολέμου και μαζί η δεύτερη χιλιετία μετά το Χριστό έδυσε.
 Μεριμνώσα περί τα ασήμαντα και τυρβάζουσα η ανθρωπότητα διάβηκε την πύλη της τρίτης χιλιετίας. Χωρίς Θεό και με εγκατεστημένα τα είδωλα ακόμη και στους περισσότερους ναούς της. Με ζωντανά στον κόρφο της τα αυγά του φιδιού. Κανείς δεν ξέρει πώς θα διαπλεύσει τον απέραντο ωκεανό του χρόνου. Τον γεμάτο Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες. Το αφηνιασμένο άλογο της τεχνολογίας οδηγεί στο γκρεμό τη ζωή του πλανήτη. Αυτού του θαύματος που φανερώθηκε σε τούτη την άκρη του σύμπαντος και την κατέστησε κέντρο και καρδιά του.
 Είμαστε Γιοι Θεού και εργάτες του σε τούτο το χωράφι που γυρίζει μέσα στα χάη. Σήμερα ας το θυμηθούμε. Κι ας ευχηθούμε η μικρή πατρίδα μας, από ιδρωμένος πεζοπόρος που έχει καταντήσει κυνηγώντας το τρελλό άλογο, να ξαναγίνει ο συνετός καβαλάρης του, ο σοφός και φωτισμένος ΗΝΙΟΧΟΣ.
Και να βλέπει που και που κανένα όνειρο.
 Σαν αυτό που είδα τις προάλλες ξυπνητός μετά τα γνωστά γεγονότα της «Εντεκάτης Σεπτεμβρίου».
 Βγήκε λέει ο πρόεδρος της Αμερικής και δήλωσε ότι το πένθος είναι ο καλύτερος σύμβουλος για την ψυχή του ανθρώπου. Κι εκεί που μέσα στην αφθονία και την κατασπατάληση του παγκόσμιου πλούτου είχανε λησμονήσει το βαθύτερο εαυτό τους, ήρθε το εκδικητικό χέρι του θεού, με τη βοήθεια ενός απίστου, να τους υπενθυμίσει με τον πιο φρικτό τρόπο τον αληθινό προορισμό τους. Ότι παρά την πολλή θλίψη τους για τον ξαφνικό χαμό τόσων ανθρώπων, αυτή η θλίψη όχι μόνο δεν τους τυφλώνει αλλά τους ανοίγει τα μάτια. Να ξαναθυμηθούνε πόσο άπειρα σημαντική είναι και μία μόνο ανθρώπινη ζωή που τη θεωρούσανε ως τότε προϊόν αναλώσιμο, ότι οι νεκροί της Νέας Υόρκης θα είναι το τελευταίο μνημείο της ανθρώπινης εγκληματικότητας. Κι ότι οι ίδιοι αισθάνονται ηθικοί αυτουργοί κι ευχαριστούν δημόσια τον Μπιν Λάντεν που τους έκανε να το συνειδητοποιήσουν. Ακολουθώντας δε την εντολή του Χριστού τον συγχωρούν και προσεύχονται για τη σωτηρία του.
  Συντετριμμένος ο τελευταίος αποκήρυξε δημόσια τη βία, δήλωσε πως για πρώτη φορά συνειδητοποιεί ότι ο ιερός πόλεμος είναι μια εσωτερική σύγκρουση όπου η Αλήθεια ή ο λόγος του Θεού παλεύει μέσα μας με τις δυνάμεις του ασυνείδητου και του σκότους, ότι αναγνωρίζει στο πρόσωπο του George έναν εν Αλλάχ αδελφό του κι ότι θα αναλώσει τις μέρες της ταπεινής πλέον ζωής του πράττοντας τη συγγνώμη και κηρύσσοντας τον αληθινό νόμο του προφήτη.
 Ήταν μεγάλο το όνειρο. Και βαθύ σαν τη ζωή. Δεν θα σας το διηγηθώ όλο. Θα το Δείτε. Αρκεί να μην πιστεύετε κι εσείς στις Παλιές Ειδήσεις. Ας κατακλύζουν μονότονες τα σπίτια και τις ψυχές μας. Μπορούμε και σ? αυτές να πούμε το ΌΧΙ. 

Σημείωση: Εκφωνήθηκε τον Οκτώβριο 2001 από τον καθηγητή Ιωάννη Γαλάνη στον εορτασμό του 3ου Γυμνασίου Κερατσινίου για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940.